- σκεπτικιστικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκεπτικισμό ή στον σκεπτικιστή, ο χαρακτηριστικός τού σκεπτικισμού και τού σκεπτικιστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπτικιστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.